ὤνιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ὤνιος < ὠνή
Επίθετο[επεξεργασία]
ὤνιος,α, ον και αργότερα ος,ος,ον
- αυτό που πωλείται, το προϊόν, το εμπόρευμα
- ὤνιον εἶναι: είναι για πούλημα
- τα ὤνια: τα ψώνια, τα εμπορεύματα, τα προς πώληση
- η αγορά, το εμπορικό κέντρο
- ἐς ὤνιον ἐλθεῖν
- ο αργυρώνητος με τη νεοελληνική έννοια, ο πουλημένος, ο δωροδοκημένος, ο εξαγορασμένος,
- τοῦ στρατηγοῦ ὠνίου ὄντος
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- ἴστε ὀρόβους ὄντας ὠνίους (:για μεγάλες ατυχίες)