ᾤδουν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

ᾤδουν

  • α΄ πρόσωπο ενικού και γ΄ πρόσωπο πληθυντικού στην οριστική του ενεργητικού παρατατικού του ρήματος οἰδέω