ᾤδουν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]ᾤδουν
- α΄ πρόσωπο ενικού και γ΄ πρόσωπο πληθυντικού στην οριστική του ενεργητικού παρατατικού του ρήματος οἰδέω