ῥαφανόπρωκτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ῥαφανόπρωκτος < αρχαία ελληνική σύνθετη λέξις ῥάφανος + πρωκτός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ῥαφανόπρωκτος αρσενικό

  • Έλεγαν στην αρχαία Αθήνα τους κίναιδους, διότι βάσει του τότε νόμου όταν συλλαμβάνονταν διαπομπεύονταν γυμνοί με μία ῥάφανο (ραπανάκι) στον πρωκτό.