Μετάβαση στο περιεχόμενο

*ἄργμα

Από Βικιλεξικό

Αρχαία ελληνικά (grc)

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

*ἄργμα, -ατος ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό  δείτε τη λέξη ἄργματα