Μετάβαση στο περιεχόμενο

ἄργματα

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τὰ ἄργμᾰτ
      γενική τῶν ἀργμᾰ́των
      δοτική τοῖς ἄργμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὰ ἄργμᾰτ
     κλητική ! ἄργμᾰτ
3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
ἄργματα: ἄρχ(ω) + -ματα, πληθυντικός του -μα (υποθετικός τύπος *ἄργμα) με ἀρχ-ματα > ἀργ-ματα. Και τύπος ἄρχματα στον Ησύχιο.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἄργματα, -ων ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
ἄργματα: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

ἄργματα [ἄργμᾰτα] ουδέτερο