Absinth
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Absinth (de) αρσενικό (πληθυντικός: die Absinthe)
- το αψέντι
Absinth (de) αρσενικό (πληθυντικός: die Absinthe)