Μετάβαση στο περιεχόμενο
Κύριο μενού
Κύριο μενού
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Αναζήτηση
Αναζήτηση
Εμφάνιση
Δωρεές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Προσωπικά εργαλεία
Δωρεές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Σελίδες για αποσυνδεμένους συντάκτες
μάθετε περισσότερα
Συνεισφορές
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Περιεχόμενα
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Αρχή
1
Γερμανικά
(de)
Εναλλαγή Γερμανικά
(de)
υποενότητας
1.1
Προφορά
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Δείτε επίσης
Εναλλαγή του πίνακα περιεχομένων
Adverb
40 γλώσσες
Afrikaans
Asturianu
Català
Čeština
Cymraeg
Dansk
Deutsch
Zazaki
English
Español
Suomi
Français
Frysk
Magyar
Interlingua
Ido
Íslenska
Italiano
日本語
한국어
Kurdî
Latina
Lëtzebuergesch
Limburgs
Malagasy
Nāhuatl
Nederlands
Norsk
Polski
Português
Română
Русский
Sängö
Svenska
Тоҷикӣ
Türkçe
Українська
Oʻzbekcha / ўзбекча
粵語
中文
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Εργαλειοθήκη
Εργαλεία
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Ενέργειες
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Γενικά
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Switch to legacy parser
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Εμφάνιση
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Από Βικιλεξικό
Γερμανικά
(de)
[
επεξεργασία
]
Προφορά
[
επεξεργασία
]
ⓘ
(
βοήθεια
·
αρχείο
)
ⓘ
(
βοήθεια
·
αρχείο
)
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
Adverb
(de)
ουδέτερο
(πληθυντικός: die
Adverbien
)
(
γραμματική
)
το
επίρρημα
Δείτε επίσης
[
επεξεργασία
]
Wortart
Κατηγορίες
:
Λήμματα με ήχο στην προφορά (γερμανικά)
Γερμανική γλώσσα
Ουσιαστικά (γερμανικά)
Αντίστροφο λεξικό (γερμανικά)
Γραμματική (γερμανικά)
Κρυμμένη κατηγορία:
Pages using the Phonos extension
Αναζήτηση
Αναζήτηση
Εναλλαγή του πίνακα περιεχομένων
Adverb
40 γλώσσες
Προσθήκη θέματος