Anarchosyndikalist
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aˌnaʁçozʏndikaˈlɪst/
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Anar‐cho‐syn‐di‐ka‐list
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Anarchosyndikalist (de) αρσενικό (θηλυκό Anarchosyndikalistin)
Πηγές
[επεξεργασία]- Anarchosyndikalist - Duden online.