Angeln
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈaŋl̩n/
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : An‐geln
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Angeln (de) ουδέτερο, μόνο στον ενικό
Δείτε επίσης : angeln, ängeln |
Angeln (de) ουδέτερο, μόνο στον ενικό