Angestellte
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Angestellte (de) αρσενικό ή θηλυκό
- ο/η υπάλληλος