Apparat

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Apparat (de) αρσενικό

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • X am Apparat: Χ στο τηλέφωνο
  • bleiben Sie am Apparat: περιμένετε στο ακουστικό σας
  • wer ist am Apparat?: ποιος μιλάει; ποιος είναι; (στο τηλέφωνο)