Autofahrer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Autofahrer (de) αρσενικό (θηλυκό Autofahrerin)
- ο οδηγός (αυτοκινήτου)
Autofahrer (de) αρσενικό (θηλυκό Autofahrerin)