Bankangestellte
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Bankangestellte (de) αρσενικό ή θηλυκό
- ο τραπεζικός υπάλληλος/η τραπεζική υπάλληλος