Brennelemente

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Brennelemente (de) ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ δείτε τη λέξη  brennen