brennen
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
1
Γερμανικά (de)
1.1
Προφορά
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συγγενικές λέξεις
Γερμανικά
(de)
[
επεξεργασία
]
Προφορά
[
επεξεργασία
]
(
βοήθεια
·
αρχείο
)
Ρήμα
[
επεξεργασία
]
brennen
(de)
(
αμετάβατο
)
καίω
(
μεταβατικό
)
ψήνω
Συγγενικές λέξεις
[
επεξεργασία
]
brennbar
Brennelemente
Brennmaterial
Brennnessel
Brennofen
Brennpunkt
Brennspiritus
Brennstoff
brenzlig
Κατηγορίες
:
Λήμματα με ήχο στην προφορά (γερμανικά)
Γερμανική γλώσσα
Ρήματα (γερμανικά)
Αντίστροφο λεξικό (γερμανικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία
Σελίδες συζήτησης
Νέα συντακτών
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες
Azərbaycanca
Čeština
Deutsch
English
Español
Eesti
Euskara
Suomi
Français
Galego
Hrvatski
Magyar
Bahasa Indonesia
Ido
Íslenska
Italiano
日本語
ქართული
한국어
Kurdî
Limburgs
Lietuvių
Plattdüütsch
Occitan
Polski
Português
Русский
Slovenčina
Svenska
Türkçe
中文