Buchhändler
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Buchhändler (de) αρσενικό (θηλυκό Buchhändlerin)
- (επάγγελμα) ο βιβλιοπώλης
Buchhändler (de) αρσενικό (θηλυκό Buchhändlerin)