Chemieprofessorin
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Chemieprofessorin (de) θηλυκό (αρσενικό Chemieprofessor)
- (χημεία, επάγγελμα) η καθηγήτρια χημείας