Chemieprofessorin
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Chemieprofessorin (de) θηλυκό (αρσενικό Chemieprofessor)
- (χημεία, επάγγελμα) η καθηγήτρια χημείας
Chemieprofessorin (de) θηλυκό (αρσενικό Chemieprofessor)