Dreidecker

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Dreidecker (de) αρσενικό

  1. (αεροπορικός όρος) τριπλάνο
  2. (ναυτικός όρος) ιστιοφόρο πολεμικό πλοίο γραμμής με τρία καταστρώματα πυροβόλων