Dreidecker
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Dreidecker (de) αρσενικό
- (αεροπορικός όρος) τριπλάνο
- (ναυτικός όρος) ιστιοφόρο πολεμικό πλοίο γραμμής με τρία καταστρώματα πυροβόλων