κατάστρωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κατάστρωμα < αρχαία ελληνική κατάστρωμα < καταστρώννυμι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κατάστρωμα ουδέτερο
- το δάπεδο σε πλοίο που το διαχωρίζει οριζόντια σε επίπεδα
- η συγκέντρωση των επιβατών έγινε τελικά στο τρίτο κατάστρωμα
- η ταξιδιωτική θέση σε πλοίο (συνήθως η τρίτη ή η τουριστική χωρίς κρεββάτι)
- θέλετε να σας κόψω κατάστρωμα που είναι και πιο φτηνό;
- (σπάνιο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του καταστρώνω
- άλλες μορφές: κατάστρωση
[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις καταστρώνω και στρώνω