Eukalyptus
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Eukalyptus (de) αρσενικό
- (δέντρο) ο ευκάλυπτος
Eukalyptus (de) αρσενικό