Frage

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Frage (de) θηλυκό

  • η ερώτηση
    die Fragen waren leicht - οι ερωτήσεις ήταν εύκολες

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • das kommt nicht in Frage - δεν τίθεται καν θέμα

Αντώνυμα[επεξεργασία]