Frage
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Frage (de) θηλυκό
- η ερώτηση
- die Fragen waren leicht - οι ερωτήσεις ήταν εύκολες
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- das kommt nicht in Frage - δεν τίθεται καν θέμα