Gegebenheit

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Gegebenheit (de) θηλυκό (πληθυντικός: die Gegebenheiten)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]