Μετάβαση στο περιεχόμενο

Gemüse

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική das Gemüse die Gemüse *
γενική des Gemüses der Gemüse *
δοτική dem Gemüse den Gemüsen *
αιτιατική das Gemüse die Gemüse *
* Σπάνια χρήση πληθυντικού, κυρίως με την έννοια πολλών διαφορετικών ειδών λαχανικών.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Gemüse < (κληρονομημένο) μέση άνω γερμανική gemüese < περιληπτικό ουσιαστικό της λέξης «Mus» (χυλός, πουρές λαχανικών) με πρόθημα ge- [1] [2]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɡəˈmyːzə/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Gemüse (de) ουδέτερο

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Gemüse - Duden online.
  2. Gemüse - Digitales Wörterbuch der deutschen Sprache [Ψηφιακό λεξικό της γερμανικής γλώσσας]. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften (BBAW) (Ακαδημία Επιστημών [και Ανθρωπιστικών Επιστημών] του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου).