Geschäft
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Geschäft (de) ουδέτερο
- το μαγαζί
- wann machen die Geschäfte zu? - πότε κλείνουν τα μαγαζιά;