Hoffnungslosigkeit
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Hoffnungslosigkeit (de) θηλυκό
- ο απελπισμένος χαρακτήρας
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη hoffen