Hoffnungslosigkeit
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Hoffnungslosigkeit (de) θηλυκό
- ο απελπισμένος χαρακτήρας
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη hoffen
Hoffnungslosigkeit (de) θηλυκό