Kommissar

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Kommissar (de) αρσενικό

  1. αστυνόμος, διευθυντής αστυνομικού τμήματος
     συνώνυμα: Polizeikommissar