Löffel
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈlœfl̩/
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Löf‐fel
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Löffel (de) αρσενικό
Δείτε επίσης : löffel |
Löffel (de) αρσενικό