Μετάβαση στο περιεχόμενο

MWSt

Από Βικιλεξικό

Γερμανικά (de)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
MWSt < από τα αρχικά MehrWertSteuer

Συντομομορφή

[επεξεργασία]

MWSt (de) άκλιτο αρκτικόλεξο

  • ΦΠΑ, Φόρος Προστιθεμένης Αξίας