Norwegisch
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Norwegisch (de) ουδέτερο, μόνο στον ενικό
Δείτε επίσης : norwegisch |
Norwegisch (de) ουδέτερο, μόνο στον ενικό