Ornithologin
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Ornithologin (de) θηλυκό (αρσενικό Ornithologe)
Ornithologin (de) θηλυκό (αρσενικό Ornithologe)