POW

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Συντομομορφή[επεξεργασία]

αρκτικόλεξο[επεξεργασία]

Prisoner(s) Of War

  • αιχμάλωτοι πολέμου