Regenschirm
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Regenschirm (de) αρσενικό
- η ομπρέλα
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη Regen