ομπρέλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ομπρέλα | οι | ομπρέλες |
γενική | της | ομπρέλας | των | ομπρελών |
αιτιατική | την | ομπρέλα | τις | ομπρέλες |
κλητική | ομπρέλα | ομπρέλες | ||
όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ομπρέλα < ιταλική ombrella < υστερολατινική umbella < λατινική umbra (=σκιά) < πρωτοϊταλικά *omra < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂mr-u- / *h₂mrup-
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ομπρέλα θηλυκό
- αντικείμενο που αποτελείται από μεταλλικό ή ξύλινο σκελετό πάνω στον οποίο τεντώνεται ύφασμα σε στρογγυλό σχήμα· ανοίγει ώστε να προστατέψει κάποιον από βροχή, ήλιο κ.λπ.
- Περπατούσε και βρεχόταν και διόλου δε θυμήθηκε ότι στο αριστερό του χέρι είχε περασμένη την ομπρέλα του. (Ευγενία Φακίνου, Η μεγάλη πράσινη)
- (μεταφορικά) οτιδήποτε προστατεύει από κάτι απειλητικό ή επικίνδυνο
- Το σενάριο εξόδου από το ευρώ αποκλείεται λόγω κόστους (υποτίμηση δραχμής σημαίνει ανατίμηση χρέους και εξυπηρέτησής του, απώλεια σχετικής φερεγγυότητας από κοινοτική ομπρέλα, ακριβές διαδικασίες μετάβασης)... (Εφημερίδα Ελευθεροτυπία, 21/2/2010)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- ομπρέλα θαλάσσης: ομπρέλα με μεγάλης συνήθως διαμέτρου υφασμάτινο κάλυμμα που στερεώνεται στην άμμο και προστατεύει τους λουόμενους από τον ήλιο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία'
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα υστερολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)