ομπρελίνο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ομπρελίνο < (άμεσο δάνειο) ιταλική ombrellino < ombrella < λατινική umbra (=σκιά) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *unksrā
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ομπρελίνο ουδέτερο
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ομπρέλα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ομπρελίνο
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)