ομπρελάδικο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ομπρελάδικο < ομπρελ(άς) + -άδικο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ομπρελάδικο ουδέτερο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ομπρέλα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ομπρελάδικο
|