parapluie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
parapluie | parapluies |
parapluie (fr) αρσενικό
- η ομπρέλα (για τη βροχή)