Rennfahrer

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Rennfahrer < → δείτε τις λέξεις rennen και Fahrer

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Rennfahrer (de) αρσενικό (θηλυκό: Rennfahrerin)