Rennfahrer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Rennfahrer (de) αρσενικό (θηλυκό: Rennfahrerin)
- (αθλητισμός) οδηγός αγώνων, οδηγός μηχανοκίνητου αθλητισμού· αθλητής αγώνων απόστασης (δρόμου) ή ταχύτητας που χρησιμοποιεί για την κίνησή του κάποιο όχημα με ή χωρίς μηχανή (όπως ποδήλατο, αμαξίδιο, αυτοκίνητο, μοτοσυκλέτα)