Salamander
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Salamander (de) αρσενικό
- (αμφίβιο, ερπετό) η σαλαμάνδρα
Δείτε επίσης : salamandër |
Salamander (de) αρσενικό