Schaufel
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈʃaʊ̯fl̩/
- ⓘ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Schau‐fel
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Schaufel (de) θηλυκό
- (εργαλείο) το φτυάρι
- πτερύγιο τουρμπίνας