Seeigel

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Seeigel (de) αρσενικό (πληθυντικός: die Seeigel)

  • ο αχινός
    der Seeigel gehört zur Familie der Stachelhäuter - ο αχινός ανήκει στην οικογένεια των εχινόδερμων