Sparmaßnahme
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Sparmaßnahme (de) θηλυκό
- (συνήθως στον πληθυντικό: Sparmaßnahmen) μέτρα λιτότητας
Sparmaßnahme (de) θηλυκό