Temperatur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Temperatur (de) θηλυκό
- θερμοκρασία
- die Temperatur steigt - η θερμοκρασία ανεβαίνει