θερμοκρασία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θερμοκρασία < αρχαία ελληνική θερμοκρασία < θερμός + κρᾶσις
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θερμοκρασία θηλυκό
- (φυσική) το φυσικό μέγεθος που εκφράζει το πόσο κρύο ή ζεστό είναι ένα σώμα και μετριέται με ένα θερμόμετρο σε διάφορες κλίμακες (Κελσίου, Φαρενάιτ ή Κέλβιν)· από φυσική άποψη, το μέτρο της θερμοκρασίας εκφράζει τη μέση κινητική ενέργεια των μορίων του σώματος αυτού: υψηλότερη κινητική ενέργεια των μορίων δίνει ως αποτέλεσμα υψηλότερες μετρήσεις στο θερμόμετρο, ενώ το σώμα αυτό γίνεται υποκειμενικά αντιληπτό ως θερμότερο από ένα άλλο με χαμηλότερη κινητική ενέργεια των μορίων του
- με τον όρο αυτό μπορεί να εννοούνται ειδικότερα:
- η θερμοκρασία του ατμοσφαιρικού αέρα
- η θερμοκρασία του αίματος ενός ζωντανού οργανισμού
- με τον όρο αυτό μπορεί να εννοούνται ειδικότερα:
- (μεταφορικά) η κινητικότητα ή/και η ένταση
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θερμοκρασία