Μετάβαση στο περιεχόμενο

Tomate

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: tomate
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική die Tomate die Tomaten
γενική der Tomate der Tomaten
δοτική der Tomate den Tomaten
αιτιατική die Tomate die Tomaten

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Tomate < (άμεσο δάνειο) γαλλική tomate < ισπανική tomate < νάουατλ tomatl [1] [2]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /toˈmaːtə/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Tomate (de) θηλυκό

  1. (λαχανικό) η ντομάτα
     συνώνυμα: (στην Αυστρία) Paradeiser
  2. (φυτό) η ντοματιά

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • Tomate στη γερμανική Βικιπαίδεια Λήμμα στη γερμανική Βικιπαίδεια

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Tomate - Duden online.
  2. Tomate - Digitales Wörterbuch der deutschen Sprache [Ψηφιακό λεξικό της γερμανικής γλώσσας]. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften (BBAW) (Ακαδημία Επιστημών [και Ανθρωπιστικών Επιστημών] του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου).