Vati
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Vati (de) αρσενικό
- ο μπαμπάς
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη Vater