Verkehr
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Verkehr (de) αρσενικό
- η κυκλοφορία (των αυτοκινήτων)
- der Verkehr ist stark geworden - η κυκλοφορία έχει μεγαλώσει πολύ