Verkehr

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Verkehr (de) αρσενικό

  • η κυκλοφορία (των αυτοκινήτων)
    der Verkehr ist stark geworden - η κυκλοφορία έχει μεγαλώσει πολύ