ZOMO
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ZOMO < Z.O.M.O. < Zmotoryzowane Odwody Milicji Obywatelskiej
Προφορά
[επεξεργασία]
Συντομομορφή
[επεξεργασία]ZOMO (pl) αρκτικόλεξο
- (παρωχημένο) μηχανοκίνητες αστυνομικές μονάδες