a good many
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Έκφραση
[επεξεργασία]a good many (en)
- (ιδιωματισμός) πολύς
- ⮡ He lived for a good many years in America.
- Έζησε πολλά χρόνια στην Αμερική.
- ⮡ He lived for a good many years in America.