abbonamento
Ιταλικά (it) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
abbonamento < abbonare + -mento
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
abbonamento (it)αρσενικό
- η συνδρομή
- η πληρωμή δόσεων