abendfüllend

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]

abendfüllend (de)

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη  Abend